ἱππαγωγός

From LSJ
Revision as of 09:00, 29 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππᾰγωγός Medium diacritics: ἱππαγωγός Low diacritics: ιππαγωγός Capitals: ΙΠΠΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: hippagōgós Transliteration B: hippagōgos Transliteration C: ippagogos Beta Code: i(ppagwgo/s

English (LSJ)

όν, carrying horses; especially of ships used as cavalry transports, πλοῖα Hdt.6.48; νέες ib.95; ναῦς Th.2.56, 4.42, Arr.An.2.19.1; τριήρεις D.4.16, D.S.11.3; ἱππαγωγοί alone, Ar.Eq.599, D.4.21: Ἱππαγωγός as pr. n. of a ship, IG22.1623.14.

German (Pape)

[Seite 1257] Pferde führend, bes. von Schiffen, die zum Transport der Pferde bestimmt sind, Her. 6, 48. 95 Thuc. 2, 56. 4, 42 Dem. Phil. 1, 16 u. A. Substant. αἱ ἱππ., Ar. Equ. 599; Luc. nav. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππᾰγωγός: -όν, φέρων ἵππους· ἰδίως ἐπὶ τῶν πλοίων, δι’ ὧν μετέφερον ἱππικὸν στράτευμα, ἱππαγωγὰ πλοῖα Ἡρόδ. 6. 48· ἱππαγωγοὶ νέες αὐτόθι 95· ἐν ἱππαγωγοῖς ναυσὶν Θουκ. 2. 56., 4. 42· τριήρεις ἱππαγωγοὺς Δημ. 44. 20, Διόδ. 11. 3· ὡσαύτως, μόνον ἱππαγωγοὶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 599, Δημ. 46. 5.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui sert au transport des chevaux : ἱππαγωγὰ πλοῖα HDT, ἱππαγωγοί νέες HDT, τριήρεις DÉM ou simpl. αἱ ἱππαγωγοί vaisseaux de transport pour les chevaux.
Étymologie: ἵππος, ἄγω.

Greek Monolingual

-ό (ΑΜ ἱππαγωγός, -όν)
αυτός που μεταφέρει ίππους («ἱππαγωγὰ πλοῑα», Ηρόδ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ.ἱππαγωγός
αυτός που φρόντιζε τους ίππους
αρχ.
1. ως κύριο όν. Ἱππαγωγὸς
ονομασία πλοίου
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱπππαγωγός (ενν. ναῦς ή τριήρης)
το μεταγωγικό πλοίο που μετέφερε ιππικό («εἰς τὰς ἱππαγωγοὺς εἰσεπήδων ἀνδρικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + ἀγωγός (< ἄγω)].

Greek Monotonic

ἱππᾰγωγός: -όν, αυτός που κουβαλά, μεταφέρει άλογα, λέγεται για πλοία, που χρησιμ. σαν μέσα μεταφοράς του ιππικού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππᾰγωγός: служащий для перевозки лошадей (πλοῖα и νέες Her.; ναῦς Thuc.; τριήρεις Dem.).

Middle Liddell

ἱππ-ᾰγωγός, όν
carrying horses, of ships used as cavalry transports, Hdt., Thuc., etc.

English (Woodhouse)

cavalry transport

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)