ὑπερίσχυρος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ον, exceedingly strong, ἔρυμα X.Cyr.5.2.2; of persons, Arist.Pol.1295b6.
German (Pape)
[Seite 1197] überstark, überaus stark und fest, ἔρυμα Xen. Cyr. 5, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερίσχῡρος: -ον, ἰσχυρὸς εἰς ὑπερβολήν, ἕρυμα Ξεν. Κύρ. 5, 2, 2· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extrêmement fort ou solide.
Étymologie: ὑπέρ, ἰσχυρός.
Greek Monolingual
-ον, Α ἰσχυρός
(για πρόσ. και για πράγμ.) πανίσχυρος.
Greek Monotonic
ὑπερίσχῡρος: -ον, υπερβολικά δυνατός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερίσχῡρος: чрезвычайно крепкий, весьма сильный Xen., Arst.