γυναικοκρατία

From LSJ
Revision as of 19:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυναικοκρᾰτία Medium diacritics: γυναικοκρατία Low diacritics: γυναικοκρατία Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΚΡΑΤΙΑ
Transliteration A: gynaikokratía Transliteration B: gynaikokratia Transliteration C: gynaikokratia Beta Code: gunaikokrati/a

English (LSJ)

( γυναικοκράτεια Procop.Arc.5), ἡ, dominion of women, Arist.Pol.1313b33, Plu.Cat. Ma.8: title of plays by Amphis and Alexis.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -κράτεια Procop.Arc.5.26
1 sumisión a las mujeres γ. τε περὶ τὰς οἰκίας Arist.Pol.1313b33, μὴ κρατῶν τῆς πολλῆς ἀνέσεως καὶ γυναικοκρατίας διὰ τὰς πολλὰς στρατείας τῶν ἀνδρῶν Plu.Lyc.14, cf. Cat.Ma.8, Procop.l.c.
c. gen. obj. τῆς Ἀντωνίου γυναικοκρατίας Plu.Ant.10 (ap. crít.).
2 ginecocracia cierto tipo de matriarcado entre los antiguos cántabros, Str.3.4.18
tít. de sendas comedias de Anfis, Ath.336c, y de Alexis, Poll.9.44.

German (Pape)

[Seite 510] ἡ, Weiberherrschaft, Arist. Polit. 5, 11; Plut. Cat. mai. 8; s.-κρασία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
domination des femmes.
Étymologie: cf. γυναικοκρατέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοκρᾰτία: ἡ, ἡ τῶν γυναικῶν κυριαρχία, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 11, Πλούτ. Κάτ. Πρεσβ. 8

Greek Monolingual

η (Α γυναικοκρατία και γυναικοκράτεια)
1. επικράτηση τών γυναικών ή υποταγή τών ανδρών στις γυναίκες
2. η μητριαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. γυναικοκρατία < γυνή, γυναικός + -κρατία < -κρατής < κράτος
γυναικοκράτεια < γυνή, γυναικός + -κράτεια < -κρατής < κράτος.

Russian (Dvoretsky)

γῠναικοκρᾰτία:господство женщин Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικοκρατία -ας, ἡ [γυναικοκρατέομαι] heerschappij van vrouwen.

Middle Liddell

κρατέω
the dominion of women, Arist., Plut.