βαρύφθογγος
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
ον, loud-roaring, λέων h.Ven.159, B.8.9; deep-lowing, of cows, Arist.GA787a33; β. νευρά loud-twanging bowstring, Pi.I.6(5).34; deep-toned, αὐλοί AP6.51.
Spanish (DGE)
(βᾰρύφθογγος) -ον
de grave rugido λέων h.Ven.59, B.9.9
•de grave mugido αἱ βόες Arist.GA 787a33
•de sonido grave Gal.19.141
•de grave resonancia del arco de Heracles νευρά Pi.I.6.34, αὐλοί AP 6.51.
German (Pape)
[Seite 435] stark, tief tönend, brüllend, λέων H. h. Ven. 160; Nic. Th. 171; νευρά Pind. I. 5, 32; αὐλοί Ep. ad. 174 (VI. 51); τρήρωνες Opp. C. 1, 352.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit un bruit sourd, qui gronde sourdement ; retentissant.
Étymologie: βαρύς, φθέγγομαι.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύφθογγος: ον,ὁ μεγάλως ἠχῶν,ἠχηρῶς βρυχώμενος, λέων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 160· βόες Ἀριστ.π. Ζ.Γ.5.7,13·β. νευρά, ἡ μεγάλως,ἰσχυρῶς κλάζουσα, κλαγγὴν ἐκφέρουσα, Πίνδ. Ι.6(5) .50.
English (Slater)
βᾰρύφθογγος, -ον
1 with deep voice σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης (I. 6.34)
Greek Monolingual
βαρύφθογγος, -ον (Α)
1. αυτός που βγάζει βαρύ, δυνατά ήχο
2. «βαρύφθογγοι αὐλοί» — με βαρείς, χαμηλούς φθόγγους.
Greek Monotonic
βᾰρύφθογγος: -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, που βρυχάται ηχηρά, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
βαρύφθογγος:
1) глухо рычащий (λέων HH) или мычащий (βόες Arst.);
2) низко звучащий, низкого тона (νευρά Pind.; αὐλοί Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύφθογγος -ον βαρύς, φθόγγος diep, zwaar, laag klinkend.