προαποστέλλω

From LSJ
Revision as of 08:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαποστέλλω Medium diacritics: προαποστέλλω Low diacritics: προαποστέλλω Capitals: ΠΡΟΑΠΟΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: proapostéllō Transliteration B: proapostellō Transliteration C: proapostello Beta Code: proaposte/llw

English (LSJ)

send away, dispatch beforehand or in advance, Th.4.77, J.BJ1.17.2, Plu.Arat.6:—Pass., to be sent in advance, Th.3.112: aor. part. -στᾰλέντες PEleph.28.6 (iii B.C.), Plb.3.45.1: plpf. -έσταλτο App.BC4.20: also c. gen., προαποσταλῆναι τῆς ἀποστάσεως, = ἀποσταλῆναι πρὸ τῆς ἀ., Th.3.5.

German (Pape)

[Seite 708] vorher wegschicken; προαποσταλείς Thuc. 3, 112, u. öfter; κήρυκα, Dem. 19, 163; οἱ προαποσταλέντες ἐπὶ τὴν κατασκοπήν, Pol. 3, 45, 1.

French (Bailly abrégé)

faire partir auparavant ; Pass. être envoyé d'avance ou avant, gén..
Étymologie: πρό, ἀποστέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

προαποστέλλω: μέλλ. -στελῶ, ἀποστέλλω πρότερον ἢ προηγουμένως, ἐκ τῶν προτέρων, Θουκ. 4. 77. ― Παθ., ἀποστέλλομαι ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. 3. 112· ἀλλά, προαποσταλῆναί τινος, = ἀποσταλῆναι πρὸ τινος, αὐτόθι 5.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
στέλνω κάποιον ή κάτι πριν από τη δική μου μετάβαση ή πριν από κάποιο γεγονός.

Greek Monotonic

προαποστέλλω: μέλ. -στελῶ, στέλνω μακριά, αποστέλλω από πριν ή εκ των προτέρων, σε Θουκ. — Παθ., αποστέλλομαι εκ των προτέρων, στον ίδ.· αλλά, προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι πρό τινος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προαποστέλλω: высылать (за)ранее или вперед (κήρυκα Dem.): προαποσταλῆναί τινος Thuc. быть высланным ранее чего-л.; ὁ προαποσταλεὶς ἐπὶ τὴν κατασκοπήν Polyb. высланный на разведку.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αποστέλλω vooruitzenden; met gen. wegzenden voor:. οἳ προαπεστάλησαν... τῆς ἀποστάσεως, die voor de opstand waren weggezonden Thuc. 3.5.4.

Middle Liddell

fut. -στελῶ
to send away, dispatch beforehand, or in advance, Thuc.:—Pass. to be sent in advance, Thuc.; but, προαποσταλῆναί τινος = ἀποσταλῆναι πρό τινος, Thuc.