πονηρεύομαι

From LSJ
Revision as of 08:26, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηρεύομαι Medium diacritics: πονηρεύομαι Low diacritics: πονηρεύομαι Capitals: ΠΟΝΗΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: ponēreúomai Transliteration B: ponēreuomai Transliteration C: ponireyomai Beta Code: ponhreu/omai

English (LSJ)

A to be in a bad state, Hp.Coac.194; πονηρευόμενα ἕλκη malignant ulcers, Dsc.1.106, cf. Ruf. ap. Orib.45.30.31. II act wickedly, play the knave, Heraclit.125a, Arist.Rh.1411a17, Men. Epit.133; οἱ πεπονηρευμένοι D.19.32, cf. Phld.Rh.1.43 S., Plu.Cat.Ma. 9, etc.: c. dat., towards or against…, Thd.Su.61: with Preps., ἐν τοῖς προφήταις LXX 1 Ch.16.22; κατ' ἐμοῦ Thd.Su.43: also c. acc., τινα LXX Ec.7.22(23); intend maliciously, c. inf., ib.De.19.19; τοῦ ἀποκτεῖναί τινα ib.Ge.37.18, al.

German (Pape)

[Seite 680] dep. med., schlecht, schlimm, böse sein, im physischen Sinne, Hippocr.; übertr., Arist. ἐκεῖνον ἐπιτρίτων τόκων πονηρεύεσθαι, rhetor. 3, 10, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

se conduire mal, agir méchamment.
Étymologie: πονηρός.

Greek (Liddell-Scott)

πονηρεύομαι: ἀποθ., εὑρίσκομαι ἐν κακῇ καταστάσει, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 173, ἴδε Foës. Oecon. ΙΙ. εἶμαι κακός, ἐνεργῶ κακῶς, φέρομαι πανούργως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7· οἱ πεπονηρευμένοι Δημ. 351. 9· πρβλ. Πλουτ. Κάτ. Πρεσβύτ. 9, κτλ.

Greek Monotonic

πονηρεύομαι: αποθ., είμαι κακός, ενεργώ με πανουργία, φέρομαι ως απατεώνας, σε Αριστ.· οἱ πεπονηρευμένοι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πονηρεύομαι: дурно поступать, мошенничать: οἱ πεπονηρευομένοι Dem. и οἱ πονηρευόμενοι Plut. мошенники, плуты.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πονηρεύομαι [πονηρός] er slecht aan toe zijn. Hp. zich slecht gedragen.

Middle Liddell

πονηρεύομαι,
Dep. to be evil, act wickedly, play the rogue, Arist.; οἱ πεπονηρευμένοι Dem.