συγκαταινέω
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
A agree with, favour, τινι X.Cyr.3.3.20, Plb.36.9.3: abs., Phld.Rh.2.13S. II c. acc. rei, sanction, approve, Hp.Praec.1, Plb.24.11.6: abs., Id.15.8.9, Plu.Cam.6. 2 yield, grant, τί τινι Lyc.1223.
German (Pape)
[Seite 965] (s. αἰνέω), beistimmen, τινί, billigen, τινί τι, Xen. Cyr. 3, 3, 20; Pol. 15, 8, 9 u. Sp., wie Heraclid. alleg. 12, Luc. amor. 18.
French (Bailly abrégé)
donner son assentiment à, approuver : τι qch ; τινα qqn.
Étymologie: σύν, καταινέω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταινέω: συναινῶ, συμφωνῶ μετά τινος τινι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 20, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 444. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ἐπικυρῶ, ἐγκρίνω, ἐπιδοκιμάζω, Ἱππ. 25. 49, Πολύβ. 15. 8, 9, Πλουτ. Κάμιλλ. 6. 2) παρέχω, χορηγῶ, «χαρίζω», Λυκόφρ. 1223.
Greek Monotonic
συγκαταινέω: μέλ. —έσω·
I. συμφωνώ με, επιδοκιμάζω, συναινώ, τινί, σε Ξεν.
II. με αιτ. πράγμ., εγκρίνω, επιδοκιμάζω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταινέω:
1) благоприятствовать, быть благосклонным (τινι Polyb.): ἢν τὰ τῶν θεῶν ἡμῖν συγκαταινῇ Xen. если боги будут к нам благосклонны;
2) выражать одобрение, одобрять Polyb., Plut., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταινέω akkoord gaan, instemmen (met), abs.; met acc. van zaken; met dat. van personen instemming of goedkeuring verlenen aan.
Middle Liddell
fut. έσω
I. to agree with, favour, τινί Xen.
II. c. acc. rei, to sanction, approve, Plut.