δωδεκάκις
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
Adv. twelve times, Ar.Pl.852, Arist.Fr.347, D.C.60.7† etc.
Spanish (DGE)
adv. doce veces ὡς ἀπόλωλα ... τρισκακοδαίμων καὶ πεντάκις καὶ δ. ¡estoy perdido, tres veces desgraciado y aún cinco y doce veces! Ar.Pl.852, Arist.Fr.347, HA 562b26, Call.Fr.674, Vett.Val.347.14, IBeroeae 398 (III d.C.), D.C.60.7.3, 72.22.3, PMag.3.433.
German (Pape)
[Seite 693] zwölfmal, Ar. Plut. 850 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
douze fois.
Étymologie: δώδεκα, -κις.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάκις: ἐπίρρ., δώδεκα φοράς, Ἀριστοφ. Πλ. 852.
Greek Monolingual
δωδεκάκις επίρρ. (AM)
δώδεκα φορές.
Greek Monotonic
δωδεκάκις: (δώδεκα), επίρρ., δώδεκα φορές, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωδεκάκις [δώδεκα] adv., twaalf keer.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάκις: adv. num. двенадцать раз Arph.