κραταίλεως

From LSJ
Revision as of 22:34, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραταίλεως Medium diacritics: κραταίλεως Low diacritics: κραταίλεως Capitals: ΚΡΑΤΑΙΛΕΩΣ
Transliteration A: krataíleōs Transliteration B: krataileōs Transliteration C: krataileos Beta Code: kratai/lews

English (LSJ)

ων, gen. ω, (< κραταιός, λᾶας) of hard stones, rocky, χθών A. Ag. 666; πέδον E. El. 534.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
aux grosses ou fortes pierres, rocailleux.
Étymologie: κράτος, λᾶς.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω, (κραταιός, λεῦς, λᾶς) ἀποτελούμενος ἐξ ἰσχυρῶν λίθων, βραχώδης, χθὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 666· πέδον Εὐρ. Ἠλ. 534.

Greek Monolingual

κραταίλεως, -ων (Α)
(για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -λεως (< λᾶας «λίθος»)].

Greek Monotonic

κρᾰταίλεως: -ων, γεν. (λεῦς = λᾶς), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, βραχώδης, τραχύς, σε Αισχύλ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] rotsachtig.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταίλεως: каменистый, скалистый (χθών Aesch.; πέδον Eur.).

Middle Liddell

κρᾰταί-λεως, ων, λεῦς, = λᾶς]
of hard stones, rocky, Aesch., Eur.