πυρρότριχος

From LSJ
Revision as of 16:52, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρρότρῐχος Medium diacritics: πυρρότριχος Low diacritics: πυρρότριχος Capitals: ΠΥΡΡΟΤΡΙΧΟΣ
Transliteration A: pyrrótrichos Transliteration B: pyrrotrichos Transliteration C: pyrrotrichos Beta Code: purro/trixos

English (LSJ)

ον, = πυρρόθριξ, Theoc.8.3.

Greek (Liddell-Scott)

πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, Θεόκρ. 8. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / πυρρότριχος, -ον, και πυρρόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πυρσόθριξ, -ότριχος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, κοκκινομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός / πυρσός «ερυθρός, κοκκινωπός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-τριχος / λευκό-θριξ)].

Greek Monotonic

πυρρότρῐχος: -ον, = πυρρόθριξ, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρρότριχος -ον gen. van πυρρόθριξ.

Russian (Dvoretsky)

πυρρότρῐχος:
I gen. к πυρρόθριξ.
Theocr. = πυρρόθριξ.

Middle Liddell

πυρρό-τρῐχος, ον, = πυρρόθριξ, Theocr.]