ἄζυγος
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
ον, unwedded, κοίτη Luc. Am. 44. = ἀζυγής (not paired), φλέψ the vena azygos, Gal. 15.529 ; in plural, not a pair, σανδάλια Str. 6.1.8.
Spanish (DGE)
(ἄζῠγος) -ον
I 1no uncido βοῦς Dorieus SHell.396.7.
2 que carece de pareja ζῶ ... βίον ἄγαμον, ἄζυγον Phryn.Com.19, ἄ. κοίτη lecho de un soltero, Luc.Am.44
•sin contrapartidas masculina ni femenina, indiferente al sexo del primer eón valentiniano, Iren.Lugd.Haer.1.11.5, Hippol.Haer.6.29.3, cf. 4
•sin par de San Juan Bautista, Pall.V.Chrys.18.238, cf. Gloss.2.219.
3 de objetos en plu. desparejados σανδάλια Str.6.1.8.
4 huero ᾠὰ ... ἄζυγα Cyran.3.55.23.
II medic. ἄ. φλέψ la vena ácigos Gal.15.529.
III fil. único, singular del primer principio pitagórico, Hippol.Haer.6.29.4.
German (Pape)
[Seite 43] = ἄζυξ, κοίτη Luc. Am. 44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non soumis au joug, d'où
1 non apparié;
2 non conjugal.
Étymologie: ἀ, ζεύγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἄζῠγος: -ον, = ἄζυξ, ὁ μὴ εἰς γάμον ἐλθὼν ἢ ἀνήκων· κοίτη, Λουκ. Ἔρ. 44. 2) κατὰ πληθ., οὐχὶ ζεῦγος, σανδάλια, Στράβ. 259.
Greek Monotonic
ἄζῠγος: -ον = ἄζυξ, μόνος, χωρίς σύντροφο, άγαμος, ανύμφευτος· κοίτη, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄζῠγος: холостой, одинокий (κοίτη Luc.).