κῶμο
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
for κῶμος, barbarism in Ar.Th.1176.
German (Pape)
[Seite 1544] statt κῶμος, sagt der Scythe bei Ar. Th. 1176.
Greek (Liddell-Scott)
κῶμο: ἀντὶ κῶμον, βαρβαρισμὸς ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1176.
Greek Monolingual
κῶμο (Α)
κώμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός βαρβαρισμός στον Αριστοφάνη].
Russian (Dvoretsky)
κῶμο: Arph. в произнош. скифа = κῶμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῶμο, barb. voor κῶμος.