παρέμμεναι
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
English (LSJ)
Ep. inf. of πάρειμι (εἰμί sum).
French (Bailly abrégé)
inf. prés. épq. de πάρειμι.
Greek (Liddell-Scott)
παρέμμεναι: Ἐπικ. ἀπαρ. τοῦ πάρειμι (εἰμί).
English (Autenrieth)
see πάρειμ Od. 9.1.
Greek Monotonic
παρέμμεναι: Επικ. αντί -εἶναι, απαρ. του πάρειμι (εἰμί, Λατ. sum).
Russian (Dvoretsky)
παρέμμεναι: эп. inf. к πάρειμι I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέμμεναι inf. praes. van 1. πάρειμι.