ποικιλόθρονος

From LSJ
Revision as of 08:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόθρονος Medium diacritics: ποικιλόθρονος Low diacritics: ποικιλόθρονος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: poikilóthronos Transliteration B: poikilothronos Transliteration C: poikilothronos Beta Code: poikilo/qronos

English (LSJ)

ον, on richly-worked throne, Ἀφροδίτα Sapph.1 (v.l. ποικιλόφρον').

German (Pape)

[Seite 650] auf buntem, mannichfach verziertem Sitze thronend, Sappho 1, 1, Ἀφροδίτη.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège sur un trône de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, θρόνος.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόθρονος: -ον, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου πλουσίως πεποικιλμένου, Ἀφροδίτα Σαπφὼ 1˙ ἀλλ’ ὁ Wustmaun ἐν τῷ Rhein. Mus. 23, 238, εὑρίσκει ἐν τῷ -θρονος τὸ Ὁμηρικὸν θρόνα, «κεντήματα».

Greek Monotonic

ποικῐλόθρονος: -ον, αυτός που κάθεται σε θρόνο πεποικιλμένο, σε Σαπφώ.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόθρονος: восседающий на разукрашенном престоле (Ἀφροδίτη Sappho).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόθρονος -ον [ποικίλος, θρόνος] op rijk versierde zetel zittend.