σφάξ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
σφαγός, A = σφαγή ΙΙ, Sch.E.Hec.571; elsewhere only in compds., διασφάξ, etc. II σφάξ, σφᾱκός, Dor. for σφήξ, Theoc. 5.29.
Greek (Liddell-Scott)
σφάξ: σφαγός, = σφαγὴ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 566˙ ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέσει, διασφάξ, κτλ., Λοβεκ. Παραλ. 97. ΙΙ. σφάξ, σφᾱκός, Δωρ. ἀντὶ σφήξ.
Greek Monolingual
(I)
-αγός, ἡ, Α
ο τράχηλος τών ζώων στον οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφάζω. Η λ. απαντά εν συνθέσει στα διασφάξ, άποσφάξ, νεο-σφάξ.
(II)
-ακός, ἡ, Α
(δωρ. τ. του σφήξ) βλ. σφήκα.
Russian (Dvoretsky)
σφάξ: ᾱκός ὁ дор. Theocr. = σφήξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφάξ -ακός, ὁ Dor. voor σφήξ.