σφάξ

From LSJ
Revision as of 16:40, 27 July 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "elsewh." to "elsewhere")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφάξ Medium diacritics: σφάξ Low diacritics: σφαξ Capitals: ΣΦΑΞ
Transliteration A: spháx Transliteration B: sphax Transliteration C: sfaks Beta Code: sfa/c

English (LSJ)

σφαγός, A = σφαγή ΙΙ, Sch.E.Hec.571; elsewhere only in compds., διασφάξ, etc. II σφάξ, σφᾱκός, Dor. for σφήξ, Theoc. 5.29.

Greek (Liddell-Scott)

σφάξ: σφαγός, = σφαγὴ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 566˙ ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέσει, διασφάξ, κτλ., Λοβεκ. Παραλ. 97. ΙΙ. σφάξ, σφᾱκός, Δωρ. ἀντὶ σφήξ.

Greek Monolingual

(I)
-αγός, ἡ, Α
ο τράχηλος τών ζώων στον οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφάζω. Η λ. απαντά εν συνθέσει στα διασφάξ, άποσφάξ, νεο-σφάξ.
(II)
-ακός, ἡ, Α
(δωρ. τ. του σφήξ) βλ. σφήκα.

Russian (Dvoretsky)

σφάξ: ᾱκός ὁ дор. Theocr. = σφήξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφάξ -ακός, ὁ Dor. voor σφήξ.