βράδος

From LSJ
Revision as of 12:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βράδος Medium diacritics: βράδος Low diacritics: βράδος Capitals: ΒΡΑΔΟΣ
Transliteration A: brádos Transliteration B: brados Transliteration C: vrados Beta Code: bra/dos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, = βραδυτής, X.Eq.11.12, Epicur.Ep.1p.10U.

Spanish (DGE)

-εος, τό
1 lentitud op. τάχος X.Eq.11.12, Epicur.[2] 46.
2 de asuntos burocráticos retraso, demora, PRoss.Georg.5.30re.5, 9, ue.3, 7, 11 (V d.C.), POxy.1869.10 (VI/VII d.C.).

German (Pape)

[Seite 460] τό, Langsamkeit, Xen. Equ. 11, 12.

Greek (Liddell-Scott)

βράδος: -εος, τό, = βρᾰδυτής, Ξεν. Ἱππ. 11, 12.

Greek Monolingual

βράδος, το (Α)
βραδύτητα, αργοπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς, πιθ. κατά το τάχος.

Greek Monotonic

βράδος: -εος, τό = βρᾰδύτης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βράδος: εος (ᾰ) τό Xen. = βραδυτής.

Middle Liddell

= βραδύτης, Xen.]