διψαλέος
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
α, ον, A thirsty, μῦς Batr.9; ἀνήρ Call. Jov.27, cf. AP9.128; ἐπιθυμία Ph.1.116; δ. θρυαλλίδιον wanting oil, Luc. Tim.14; ὀδύνη δ. the pain of thirst, Id.Dips.6; ὄργανα δ. subject to thirst, Aret.SA2.4. 2 dry, parched, ἀήρ A. R.4.678, Nonn.D. 22.260, al. II thirst-provoking, χοῖρος AP9.487 (Pall.).
Spanish (DGE)
(διψᾰλέος) -α, -ον
• Alolema(s): poét. fem. -έη Call.Del.130, epigr. en Luc.Dips.6, Nonn.D.22.260, 42.292
I 1de pers., anim. o sus partes sediento μῦς Batr.9, ἀνήρ Call.Iou.27, cf. AP 15.28 (Anastasius Traulus), de enfermos, Aret.SA 2.6, 7, θήρ AP 9.128, ὄργανα Aret.SA 2.4.
2 de cosas seco ἀήρ A.R.4.678, λυχνίδιον ... δ. lamparilla seca de aceite, Luc.Tim.14, γαῖα Nonn.ll.cc.
•tórrido Κύων de la canícula, Euph.Epigr.193f.5v.G.
II sent. act.
1 que produce sed χοῖροι AP 9.487 (Pall.), ὀδύνη epigr. en Luc.l.c., hipérb. δεῖπνα ... ὑπολιμώδη ... καὶ διψαλέα de los banquetes homéricos, Plu.2.643d.
2 que deseca διψαλέην ἄμπωτιν ἔχων el río Peneo, Call.l.c.
3 fig. ardiente ἐπιθυμία ... δ. ἀεί Ph.1.116.
German (Pape)
[Seite 647] durstig; Batrach. 9; χοῖρος Pallad. 23 (IX, 487) u. a. Sp.; ὀδύνη, Schmerz von heftigem Durste, p. bei Luc. Dips. 6; übertr., trocken; θρυαλλίδιον Luc. Tim. 14.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui a soif, altéré ; διψαλέον θρυαλλίδιον LUC lampe qui manque d'huile ; διψαλέα ὀδύνη LUC souffrance que cause la soif.
Étymologie: δίψα.
Greek (Liddell-Scott)
διψᾰλέος: -α, -ον, = δίψιος, ἔχων δίψαν, Βατραχομ. 9· δ. θρυαλλίδιον, ἔχον ἀνάγκην ἐλαίου, Λουκ. Τίμ. 14.· ― ὁδύνη δ., ὁ πόνος ἐκ δίψης, ὁ αὐτ. Διψ. 6· ― ξηρός, κατάξηρος, ἀήρ Καλλ. εἰς Δία 27, Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 678.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM διψαλέος)
1. αυτός που έχει μεγάλη δίψα, καταδιψασμένος
2. (για έδαφος) στεγνός, ξερός
αρχ.
αυτός που προκαλεί δίψα.
Greek Monotonic
διψᾰλέος: -α, -ον, = δίψιος, διψασμένος, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
διψᾰλέος:
1) томимый жаждой (μῦς Batr.; χοῖρος Anth.);
2) томящий жаждой: διψαλέη ὀδύνη Luc. мучительная жажда;
3) не утоляющий жажды (δεῖπνα Plut.);
4) сухой, высохший (θρυαλλίδιον Luc.).