δυσέφοδος
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ον, hard to get at, inaccessible, D.S.1.57 (Sup.); τὸ δ. Phld.Rh.1.325 S. (nisi leg. δυσέφικτον).
Spanish (DGE)
-ον
difícil de atacar ἡ κρατίστη (χώρα) τῆς Αἰγύπτου ... δυσεφοδωτάτη γέγονε D.S.1.57, dud. τὸ δ. Phld.Rh.1.325.
German (Pape)
[Seite 680] schwer zugänglich; im superl. D. Sic. 1, 57.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέφοδος: -ον, δυσπρόσιτος, Διόδ. 1. 57.
Greek Monolingual
δυσέφοδος, -ον (Α)
1. δυσκολοπρόσβλητος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσέφοδον
η ιδιότητα του δυσέφοδου.
Russian (Dvoretsky)
δυσέφοδος: мало доступный (διὰ τὸ πλῆθος διωρύγων χώρα Diod.).