δυσμήνιτος

From LSJ
Revision as of 19:08, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμήνῑτος Medium diacritics: δυσμήνιτος Low diacritics: δυσμήνιτος Capitals: ΔΥΣΜΗΝΙΤΟΣ
Transliteration A: dysmḗnitos Transliteration B: dysmēnitos Transliteration C: dysminitos Beta Code: dusmh/nitos

English (LSJ)

ον, = δύσμηνις (wrathful), δένδρεα AP 7.141 (Antiphil.) ; ψυχαί Ptol. Tetr. 159 (-ίτας).

Spanish (DGE)

(δυσμήνῑτος) -ον
irritado, furioso fig. δένδρεα AP 7.141 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 684] δένδρεα Antiphil. 37 (VII, 141), sehr verhaßt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. δύσμηνις.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμήνῑτος: -ον, ἐφ’ ὃν ἐπιπίπτει μεγάλη ὀργή, δυσμίσητος, Ἀνθ. Π. 7. 141.

Greek Monolingual

δυσμήνιτος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο πέφτει μεγάλη οργή.

Greek Monotonic

δυσμήνῑτος: ον (μηνίω), αυτός πάνω στον οποίο πέφτει μεγάλη οργή, πολυμίσητος, αδυσώπητος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δυσμήνῑτος: пораженный (чьим-л.) гневом (δένδρα Anth.).

Middle Liddell

δυσ-μήνῑτος, ον μηνίω
visited by heavy wrath, Anth.