εὐπίων
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
[ῑ], ον, gen. ονος, very fat: very rich, φόρτος AP7.654 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1088] ον, sehr fett, reichlich, φ όρτος Leon. Tar. 82 (VII, 654).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
très gras ; très riche.
Étymologie: εὖ, πίων.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπίων: ῑ, ὁ, ἡ, γεν. ονος, λίαν παχύς, λίαν πλούσιος, Ἀνθ. Π. 7. 654.
Greek Monolingual
εὐπίων, ὁ, ἡ (Α)
1. πολύ παχύς
2. φρ. «εὐπίονι φόρτῳ» — με πλούσιο ή βαρύ φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πίων «παχύς»].
Greek Monotonic
εὐπίων: [ῑ], -ον, γεν. -ονος, πολύ παχύς, πολύ πλούσιος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐπίων: ον, gen. ονος adj. досл. очень жирный, перен. обильный, богатый (φόρτος Anth.).