θέλγητρον
τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them
English (LSJ)
τό, (θέλγω) charm, spell, in plural, Hld.7.9: more usually metaph., ὦ φίλον ὕπνου θ. E.Or.211; πόθων θέλγητρα Ath.5.22of; of music, Luc.Im.14; of a city, Id.Scyth.5; cf. θέλκτρον.
German (Pape)
[Seite 1192] τό, Bezauberung, Beschwichtigung, Ergötzung; ὦ φίλον ὕπνου θ. Eur. Or. 211; πόθων θέλγητρα Ath.V, 220 f; Luc. Scyth. 5; Phot. erkl. τὸ εἰς ἡδονὴν ἄγον. Auch das Zaubermittel, Hel. 7, 9.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
soulagement, douceur qui charme.
Étymologie: θέλγω.
Greek (Liddell-Scott)
θέλγητρον: τό, (θέλγω) πᾶν ὅ,τι θέλγει, μαγεύει, ὦ φίλον ὕπνου θ. Εὐρ. Ὀρ. 211· πόθων θέλγητρα Ἀθήν. 220F· ἐπὶ τῆς μουσικῆς, Λουκ. Εἰκόν. 14· πρβλ. θέλκτρον. 2) μαγικὸν μέσον, φίλτρον, Ἡλιόδ. 7, 9.
English (Slater)
θέλγητρον attraction θέλγητρ' ἁδονᾶς fr. 278 ad fr. 223.
Greek Monotonic
θέλγητρον: τό (θέλγω), φυλακτό ή ξόρκι, σε Ευρ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θέλγητρον: τό чары, очарование (ὕπνου Eur.): θέλγητρα ἔχειν πρός τινα Luc. очаровывать кого-л.
Middle Liddell
θέλγητρον, ου, τό, θέλγω
a charm or spell, Eur., Luc.