θεσμοπόλος

From LSJ
Revision as of 23:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοπόλος Medium diacritics: θεσμοπόλος Low diacritics: θεσμοπόλος Capitals: ΘΕΣΜΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: thesmopólos Transliteration B: thesmopolos Transliteration C: thesmopolos Beta Code: qesmopo/los

English (LSJ)

ον, (πολέω) = θεμιστοπόλος, AP5.292.3 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1203] = θεμιστοπόλος, Paul. Sil. (V, 293).

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοπόλος: -ον, (πολέω) = θεμιστοπόλος, Ἀνθ. Π. 5. 293.

Greek Monolingual

θεσμοπόλος, ὁ (Α)
ο θεμιστοπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -πόλος (< πέλομαι «κινούμαι, γίνομαι, υπάρχω, προέρχομαι»), πρβλ. θεμιστοπόλος, θαλαμηπόλος.

Russian (Dvoretsky)

θεσμοπόλος: ὁ Anth. = θεμιστοπόλος.