θυρσάζω
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
English (LSJ)
bear or brandish the thyrsus, θυρσαδδωᾶν Lacon. part. gen. pl. fem. for θυρσαζουσῶν, Ar.Lys.1313.
German (Pape)
[Seite 1227] das Bacchusfest mit dem Thyrsus feiern; bei Ar. Lys. 1313 in lakonischer Form Βακχᾶν θυρσαδδωᾶν, od. nach dem cod. Rav. θυρσαδδοᾶν, für θυρσαζουσῶν.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσάζω: φέρω ἢ πάλλω τὸν θύρσον, θυραδδοᾶν Λακων. μετχ. γεν. πληθ. θηλ. ἀντὶ θυρσαζουσῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 1313, ἔνθα ἴδε Δινδόρφ.
Greek Monolingual
θυρσάζω (Α) θύρσος
κρατώ θύρσο, πάλλω με το χέρι μου θύρσο, θυρσοφορώ.
Russian (Dvoretsky)
θυρσάζω: лак. θυρσάδδω (только gen. pl. part. praes., f θυρσαδδοᾶν = *θυρσαζουσῶν) потрясать тирсом: ᾇπερ Βακχᾶν θυρσαδδοᾶν Arph. подобно вакханкам, помахивающим тирсами.