κεναγγία

From LSJ
Revision as of 01:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεναγγία Medium diacritics: κεναγγία Low diacritics: κεναγγία Capitals: ΚΕΝΑΓΓΙΑ
Transliteration A: kenangía Transliteration B: kenangia Transliteration C: kenaggia Beta Code: kenaggi/a

English (LSJ)

Ion. κενεαγγίη (q.v.), ἡ, emptiness of vessels; esp. hunger, Pl.Com.156; κ. ἄγειν to fast, Ar.Fr.608.

German (Pape)

[Seite 1416] ἡ, (Leerheit der Gefäße); für Hunger braucht es Ar. (κεναγγίαν ἄγειν) u. Plat. com. nach Poll. 6, 31 u. B. A. 104. S. κενεαγγίη.

Greek (Liddell-Scott)

κεναγγία: ἡ, κενότης ἀγγείων, τῶν τοῦ σώματος, ἰδίως πεῖνα, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμ.» 10· κ. ἄγειν, νηστεύω, Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 30 Meineke («Πλάτων δὲ ὁ Κωμικὸς κεναγγίαν εἴρηκε, Ξενοφῶν δὲ βούλιμον καὶ Ἀριστοφάνης κεναγγίαν ἄγειν» Πολυδ. Ϛ΄, 31)·- Ὅρα τὸν Ἰων. τύπον κενεαγγίη.

Greek Monolingual

κεναγγία και κενεαγγίη, ἡ (Α) κεναγγής
1. η κενότητα, το άδειασμα τών αγγείων του σώματος, επομένως, ο λιμός, η πείνα, η εξάντληση
2. φρ. «κεναγγίαν ἄγω» — νηστεύω, Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

κεναγγία: ἡ пустота сосудов, т. е. голод: κεναγγίαν ἄγειν Arph. голодать.