κυπρῖνος
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
ὁ, carp, Arist.HA533a29, 538a15, Fr.321, Opp.H.1.101.
German (Pape)
[Seite 1534] ὁ, eine Karpfenart; Arist. H. A. 4, 11. 6, 14; Ath. VII, 309 a; Opp. Hal. 1, 101. 592.
Greek (Liddell-Scott)
κυπρῖνος: ὁ, εἶδος λιμναίου καὶ ποταμίου ἰχθύος, καλουμένου καὶ νῦν κυπρίνου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 7., 4. 11, 7, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο (AM κυπρῑνος)
γένος κυπρινόμορφων τελεόστεων ιχθύων, που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια cyprinidae και είναι μεγάλα εδώδιμα ψάρια τών γλυκών νερών, με κοινές σήμερα ονομασίες σαζάνι ή γριβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύπρος + -ῖνος (πρβλ. ερυθρ-ίνος)
ο σχηματισμός της λ. από τον τ. κύπρος, είδος φυτού, οφείλεται στην ομοιότητα του χρώματος του ψαριού με το χρώμα του φυτού].
Russian (Dvoretsky)
κυπρῖνος: ὁ рыба карп (Cyprinus carpio) Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: carp (Arist., Opp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like ἀτταγῖνος and other fish-names (s. on ἀτταγᾶς and Strömberg Fischnamen 41) from κύπρος henna (s. v.) after the colour; cf. Strömberg 20ff. - Not here the other names for carp, Skt. śaphara- m. = Lith. šãpalas, OHG karp(f)o etc. (s. Bq and W.-Hofmann s. carpa). -ιν- is a well known Pre-Greek suffix.
Frisk Etymology German
κυπρῖνος: {kuprĩnos}
Grammar: m.
Meaning: Karpfen (Arist., Opp.).
Etymology: Bildung wie ἀτταγῖνος und andere Fischnamen (s. zu ἀτταγᾶς m. Lit. und Strömberg Fischnamen 41) von κύπρος Hennastrauch (s. d.) nach der Farbe; vgl. Strömberg 20ff., auch WP. 1, 457. — Die anderen Benennungen des Karpfens, aind. śaphara- m. = lit. šãpalas, ahd. karp(f)o usw. (s. Bq und W.-Hofmann s. carpa m. Lit.) sind fernzuhalten.
Page 2,51