λοξοτρόχις

From LSJ
Revision as of 21:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξοτρόχις Medium diacritics: λοξοτρόχις Low diacritics: λοξοτρόχις Capitals: ΛΟΞΟΤΡΟΧΙΣ
Transliteration A: loxotróchis Transliteration B: loxotrochis Transliteration C: loksotrochis Beta Code: locotro/xis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, oblique-running, of Lycophron's Cassandra, AP9.191; cf. λοξός 3.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
à la course tortueuse, càd aux paroles équivoques ou obscures.
Étymologie: λοξός, τρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

λοξοτρόχις: -ιδος, ἡ, ἡ λοξῶς, πλαγίως τρέχουσα ἐπὶ τῆς «Κασσάνδρας» (τοῦ ποιήματος) τοῦ Λυκόφρονος, Ἀνθ. Π. 9. 191· πρβλ. Λοξίας.

Greek Monolingual

λοξοτρόχις, -ιδος, ἡ (Α)
(για το ποίημα Κασσάνδρα του Λυκόφρονος) αυτή που τρέχει πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + τρόχις «δρομέας»].

Greek Monotonic

λοξοτρόχις: ἡ (τρέχω), αυτή που τρέχει λοξά, που τρέχει πλάγια (λέγεται για την ηρωίδα Κασσάνδρα του ομώνυμου ποιήματος του Λυκόφρονα), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λοξοτρόχις: ῐδος adj. идущий кривыми путями, т. е. вещающий туманно и неясно (ἄγγελος, sc. Κασσάνδρα Anth.).

Middle Liddell

λοξο-τρόχις, ιος τρέχω
oblique-running, Anth.