λύκαινα

From LSJ
Revision as of 22:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠ́καινᾰ Medium diacritics: λύκαινα Low diacritics: λύκαινα Capitals: ΛΥΚΑΙΝΑ
Transliteration A: lýkaina Transliteration B: lykaina Transliteration C: lykaina Beta Code: lu/kaina

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, fem. of λύκος,
A she-wolf, Arist.HA580a18, Babr.16.8, Plu.Rom.2; of Artemis in Mithraism, Porph.Abst.4.16:—Dim. λυκαίνιον, τό, of a woman, Poll.4.150.

German (Pape)

[Seite 68] ἡ, fem. zu λύκος, die Wölfinn, Plut. Rom. 2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
louve, animal.
Étymologie: λύκος.

Greek (Liddell-Scott)

λύκαινα: [ῠ], ἡ, θηλ. τοῦ λύκος, θῆλυς λύκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 35, 2, Βάβρ. 16. 8, Πλουτ. Ρωμ. 2· - ὑποκορ. λυκαίνιον, τό, ὄνομα κωμικ. προσωπείου γραϊδίου, «τὸ μὲν λυκαίνιον ὑπόμηκες· ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί· λευκὸν, ὕπωχρον, στρεβλὸν τὸ ὄμμα» Πολυδ. Δ΄, 150.

Spanish

loba

Greek Monolingual

η (AM λύκαινα)
το θηλυκό του λύκου («εἶτα λύκαιναν μὲν ἐπιφοιτᾱν μαστὸν διδοῦσαν», Πλούτ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας λυκαινίδες
μσν.
στον πληθ. αἱ λύκαιναι
οι χωρικές της Ιταλίας που έβοσκαν πρόβατα
αρχ.
προσωνυμία της Αρτέμιδος στη λατρεία του Μίθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κατάλ. -αινα, κατά το λέαινα.

Greek Monotonic

λύκαινα: [ῠ], ἡ, θηλ. του λύκος, θηλυκός λύκος, σε Βάβρ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

λύκαινα: (ῠ) ἡ волчица Arst., Plut.

Middle Liddell

λῠ́καινα, ἡ, [fem. of λύκος,]
a she-wolf, Babr., Plut.