μονόκερως
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ων, gen. ω Plu. Per. 6: — with but one horn, Arist. HA 499b19, Orph. Fr. 273; pl. μονοκέρατα, Arist. HA 499b18, PA 663a22; — poet. μουνόκερος, ον, Archil. 181.
Subst. μονόκερως, -ωτος, ὁ, wild ox, LXX Ps. 21 (22).21, 28 (29).6.
German (Pape)
[Seite 203] ωτος, ὁ, dasselbe; Arist. Gen. an. 3, 2; Plut. Per. 6. – Das Einhorn, Ael. N. A. 16, 20.
Greek (Liddell-Scott)
μονόκερως: -ων, ὁ ἓν μόνον κέρας ἔχων, γεν. -ω, Πλουτ. Περικλ. 6· ποιητ. μουνόκερος, ον, Ἀρχίλ. 170· ἐν τῷ πληθ. ἐν χρήσει μονοκέρατα, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 32, π. Ζ. Μορ. 3. 2, 8. ΙΙ. Ὡς οὐσιαστ., μονόκερως, -ωτος, ὁ, εἶδος τετραπόδου, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚΑ΄, 21., ΚΗ΄, 6).
Greek Monolingual
-ων (ΑΜ μονόκερως, -ων, Α ποιητ. τ. μουνόκερος, -ον)
1. αυτός που έχει μόνο ένα κέρατο, ο μονοκέρατος («ο ταύρος του Θεοδόση ο μονόκερως, ο φιλέρημος και μελαγχολικός», Παπαδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο μονόκερως
μυθικό ζώο με σώμα αλόγου και κεφάλι τράγου με ένα μεγάλο κέρατο στο μέσο του μετώπου του και, συχνά, δίχηλα πόδια
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. αστρον. αστερισμός ο οποίος εκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού, μεταξύ τών αστερισμών τών Διδύμων, του Ωρίωνα, του Λαγού, του Μεγάλου Κυνός, της Πρύμνης, της Ύδρας και του Μικρού Κυνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κερως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ορθό-κερως].
Greek Monotonic
μονόκερως: -ων, αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μονόκερως: 2, gen. ω однорогий (ὁ Ἰνδικὸς ὄνος Arst.; κριός Plut.).
Middle Liddell
μονό-κερως, ων,
with but one horn, Plut.