μελλητικός
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
ή, όν, inclined to delay, Arist.Phgn.813a5, Poll.9.138, Vett. Val.18.6.
German (Pape)
[Seite 125] zum Zögern, Zaudern geneigt, Poll. 9, 138.
Greek (Liddell-Scott)
μελλητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς ἀργοπορίαν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44, Πολυδ. Θ΄, 138. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τῷ μέλλοντι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἤδη, Ἐπιφάν. σ. 337.
Greek Monolingual
μελλητικός, -ή, -όν (Α) μελλητής
1. αυτός που έχει τάση να καθυστερεί, βραδύς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελλητικόν
καρτερία, υπομονή.
επίρρ...
μελλητικῶς (Α)
1. με ενδοιασμό, με δισταγμό
2. στο μέλλον.
Russian (Dvoretsky)
μελλητικός: медлительный, нерешительный Arst.