νεόσφακτος
From LSJ
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
English (LSJ)
ον, newly shed, ν. αἷμα Arist.HA581b2.
German (Pape)
[Seite 245] = νεοσφαγής, αἷμα, Arist. H. A. 7, 1.
Greek (Liddell-Scott)
νεόσφακτος: -ον, = νεοσφαγής, ν. αἷμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6· - ὡσαύτως νεόσφαξ, αγος, ὁ, ἡ, Νικ. παρ’ Ἀθην. 126Β.
Greek Monolingual
νεόσφακτος, -ον (Α)
1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα
2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα («τοῦτο δὲ ἐστιν αἷμα οἷον νεόσφακτον», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
νεόσφακτος: свежепролитый, т. е. свежий (αἷμα Arst.).