εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
adv.
en étranger : ξένως ἔχειν τινός être étranger à qch.
Étymologie: ξένος.
ξένως: ἴδε ξένος ἐν τέλει.
ξένως: чуждо, по-чужому: ξ. ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως Plat. здешний язык чужд мне.