ξυλοφορία

From LSJ
Revision as of 10:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοφορία Medium diacritics: ξυλοφορία Low diacritics: ξυλοφορία Capitals: ΞΥΛΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: xylophoría Transliteration B: xylophoria Transliteration C: ksyloforia Beta Code: culofori/a

English (LSJ)

ἡ, A wood-carrying, Lys.Fr.325 S. II wood-offering, LXXNe.10.34(35).

German (Pape)

[Seite 281] ἡ, das Holztragen; Lys. bei Poll. 7, 131; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφορία: ἡ, τὸ φέρειν ξύλα, Λατ. lignatio, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 131.

Greek Monolingual

ξυλοφορία, ἡ (ΑΜ) ξυλοφόρος
μεταφορά ξύλων
αρχ.
προσφορά ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ).

Russian (Dvoretsky)

ξῠλοφορία:носка дров Lys.