παραθήγω
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
A whet, sharpen upon, ἐγχειριδίου… ἀκόνῃ… παραθηγομένου Hermipp.46 (anap.). 2 metaph., exasperate, provoke, τὰς ὀργάς τινων (v.l. τισι) D.H.8.57; παρατέθηκται ἐξ ἐπιστολῆς Ph.2.575, cf. 543; τὴν ψυχὴν τοῖς καλλίστοις τῶν μελῶν π. incite, Plu.2.1145f.
German (Pape)
[Seite 479] (woran) wetzen, schärfen; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33; πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι, Luc. Navig. 9; – übertr., wozu anreizen, ermuntern, ὁ τὰς ὀργὰς αὐτοῖς παραθήξας, D. Hal. 8, 57; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
aiguiser ; fig. exciter.
Étymologie: παρά, θήγω.
Greek (Liddell-Scott)
παραθήγω: μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, ὀξύνω, ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., ἐξερεθίζω, διεγείρω, τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. διεγείρω, ερεθίζω
2. παρορμώ, παρακινώ («τὴν ψυχὴν τοῖς καλλίστοις τῶν μελῶν παραθήγειν», Πλούτ.)
αρχ.
ακονίζω κάτι με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θήγω «ακονίζω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-θήγω wetten, scherp maken; overdr.:; οἱ πόνοι... σε παραθήγοντες de inspanningen die je scherp maken Luc. 22.23; med.: παραθηγόμενοι τὰς ψυχάς zich geestelijk scherp makend Luc. 37.23.
Russian (Dvoretsky)
παραθήγω:
1) острить, точить (ἐγχειρίδιον ἀκόνῃ Plut.);
2) обтачивать, подмывать (πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι Luc.);
3) возбуждать (τὴν ψυχὴν μέλεσι Plut.).