προσκνήθω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
scratch, tickle, κάπρον χειρί Trag.Adesp.383.
German (Pape)
[Seite 770] = Vorigem, poet. bei Plut. de cohib. ira 15, χειρί, mit der Hand reibend, kitzelnd.
French (Bailly abrégé)
c. προσκνάομαι.
Étymologie: πρός, κνήθω.
Greek (Liddell-Scott)
προσκνήθω: ξύνω, γαργαλίζω, κάπρον χειρὶ Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 462F.
Greek Monolingual
Α
ξύνω ή γαργαλώ («κάπρον παῖς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ», Τραγ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κνήθω «ξύνω»].
Russian (Dvoretsky)
προσκνήθω: почесывать или щекотать (χειρί Plut.).