προέκκειμαι

From LSJ
Revision as of 09:08, 31 October 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " usu. " to " usually ")

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προέκκειμαι Medium diacritics: προέκκειμαι Low diacritics: προέκκειμαι Capitals: ΠΡΟΕΚΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: proékkeimai Transliteration B: proekkeimai Transliteration C: proekkeimai Beta Code: proe/kkeimai

English (LSJ)

A lie before, project beyond, στέρνα τὸ μέτριον π. Philostr. Jun.Im.15: but usually II Pass. of προεκτίθημι, to be fixed in advance, ἡ προεκκειμένη ἡμέρα Cic.Att.6.5.2; to be set forth previously, τὰ -κείμενα Demetr.Lac.Herc.1012.33, etc.; τὰ -κείμενα προστάγματα PTeb.5.224 (ii B.C.); οἱ -κείμενοι λόγοι A.D.Synt.10.24; αἱ -κείμεναι [ἀρεταί] the above-mentioned…, Longin.11.1; to be cited above, Ath.3.105c. 2 τὰ -κείμενα πτωτικά case-forms presupposed by or underlying adverbs, A.D.Adv. 170.26.

German (Pape)

[Seite 718] (s. κεῖμαι), vorliegen; vorher auseinandergesetzt sein, S. Emp. adv. phys. 1, 190. Bei Ath. III, 105 b τὰ προεκκείμενα Titel eines Buches des Epicharmus (?).

Greek (Liddell-Scott)

προέκκειμαι: Παθ., κεῖμαι ἀνωτέρω, μνημονεύομαι ἀνωτέρω, Ἀθήν. 105C, Λογγῖν. 11, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 190. 2) προεκτείνομαι πέραν..., στέρνα τὸ μέτριον προεκκείμενα Φιλόστρ. 887.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. προεκτείνομαι, προεξέχω
2. (ως παθ. του προεκτίθημι) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)
β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)
γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι
4. φρ. «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔκκειμαι «προεξέχω, προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»].

Russian (Dvoretsky)

προέκκειμαι: лежать впереди, перен. предшествовать: ἀπὸ τῶν προεκκειμένων γέγονε πρόδηλον Sext. из вышеизложенного стало очевидным.