σαυνιάζω
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
hurl a javelin at, τοὺς ἐναντίους D.S.5.29.
German (Pape)
[Seite 865] mit dem Wurfspieße werfen, erlegen, D. Sic. 5, 29.-
Greek (Liddell-Scott)
σαυνιάζω: ἐξακοντίζω κατά τινος ἀκόντιον, πλήττω δι’ ἀκοντίου, τινὰ Διόδ. 5. 29.
Greek Monolingual
Α σαύνιον
εξαπολύω εναντίον κάποιου ακόντιο, φονεύω κάποιον με ακόντιο.
Russian (Dvoretsky)
σαυνιάζω: поражать копьем (τινά Diod.).