συμπεριποιέω
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
help in procuring, τὴν ἀρχήν τινι Plb.3.49.9, cf. D.S.11.81.
German (Pape)
[Seite 986] mit od. zugleich verschaffen; τινὶ τὲν ἀρχήν Pol. 3, 49, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aider à acquérir.
Étymologie: σύν, περιποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριποιέω: ὁμοῦ περιποιῶ, συμπρομηθεύω, τὴν ἀρχήν τινι Πολύβ. 3. 49, 9, πρβλ. Διόδ. 11. 81.
Greek Monotonic
συμπεριποιέω: μέλ. -ήσω, προμηθεύω από κοινού, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριποιέω: помогать добыть (τὴν ἀρχήν τινι Polyb.; τὴν τῆς Βοιωτίας ἡγεμονίαν Diod.).
Middle Liddell
fut. ήσω
to help in procuring, Polyb.