συμπεριποιέω

From LSJ
Revision as of 09:14, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριποιέω Medium diacritics: συμπεριποιέω Low diacritics: συμπεριποιέω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΠΟΙΕΩ
Transliteration A: symperipoiéō Transliteration B: symperipoieō Transliteration C: symperipoieo Beta Code: sumperipoie/w

English (LSJ)

help in procuring, τὴν ἀρχήν τινι Plb.3.49.9, cf. D.S.11.81.

German (Pape)

[Seite 986] mit od. zugleich verschaffen; τινὶ τὲν ἀρχήν Pol. 3, 49, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aider à acquérir.
Étymologie: σύν, περιποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριποιέω: ὁμοῦ περιποιῶ, συμπρομηθεύω, τὴν ἀρχήν τινι Πολύβ. 3. 49, 9, πρβλ. Διόδ. 11. 81.

Greek Monotonic

συμπεριποιέω: μέλ. -ήσω, προμηθεύω από κοινού, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριποιέω: помогать добыть (τὴν ἀρχήν τινι Polyb.; τὴν τῆς Βοιωτίας ἡγεμονίαν Diod.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to help in procuring, Polyb.