σφηκός

From LSJ
Revision as of 12:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκός Medium diacritics: σφηκός Low diacritics: σφηκός Capitals: ΣΦΗΚΟΣ
Transliteration A: sphēkós Transliteration B: sphēkos Transliteration C: sfikos Beta Code: sfhko/s

English (LSJ)

ή, όν, A = σφηκώδης 1, S.Fr.29. II = σφήκωμα 1, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σφηκός: ὁ, σφηκώδης Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 27, «σφηκοί· οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι. ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους» Ἡσύχ. ΙΙ. σφήκωμα ΙΙ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που μοιάζει με σφήκα
2. η κορυφή της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο, αλλ. σφήκωμα
3. (κατά τον Ησύχ.) «σφηκοί
οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σφήξ, -ηκός «σφήκα»].

Russian (Dvoretsky)

σφηκός: οῦ adj. m Soph. = σφηκώδης.