τοξοφόρος

From LSJ
Revision as of 10:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξοφόρος Medium diacritics: τοξοφόρος Low diacritics: τοξοφόρος Capitals: ΤΟΞΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: toxophóros Transliteration B: toxophoros Transliteration C: toksoforos Beta Code: tocofo/ros

English (LSJ)

ὁ, ἡ, bow-bearing, epithet of Artemis, Il.21.483, Simon. 107.4 (= IG7.53), Ar.Th.970 (lyr.); of Apollo, h.Ap.13, 126, Pi.Pae.Fr.19.30; of Heracles, E.Tr.804 (lyr.); of the Cretans, Pi.P.5.41; of the Medes and Persians, Simon. 137.3, Orac. ap. Hdt.9.43, cf. Epigr. ap. Arist.Fr.674; of the Phrygians, E.Rh.32 (lyr.): Subst., οἱ τ., = τοξόται, Hdt. 1.103.

German (Pape)

[Seite 1129] Bogen tragend; Beiw. der Artemis, Il. 21, 483; Pind. Ol. 6, 59; Κρῆτες, P. 5, 39, wie Ar. Th. 970; des Apollo, H. h. Ap. 13. 126; der Bogenschütze, Her. 1, 103 u. im Orac. 9, 43; Eur. Troad. 802 Rhes. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte un arc ; οἱ τοξοφόροι HDT les archers.
Étymologie: τόξον, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

τοξοφόρος: ὁ, ἡ, ὁ φέρων, ἡ φέρουσα τόξον, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Φ. 483, Ἀριστοφ. Θεσμ. 970· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 13. 126, Πίνδ.· τοῦ Ἡρακλέους, Εὐρ. Τρῳ. 801· τῶν Κρητῶν, Πινδ. Π. 5. 54· τῶν Μήδων, Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. Π. 73, πρβλ. Ἐπίγραμμ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 624· ἐπὶ τῶν Φρυγῶν, Εὐρ. Ρῆσ. 32· ― ὁ τοξοφόρος = τοξότης, Ἡρόδ. 1. 103, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 9. 43.

English (Autenrieth)

bow-bearing, Il. 21.483†.

English (Slater)

τοξοφόρος bow carrying Κρῆτες τοξοφόροι (P. 5.41) of Apollo, τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν (O. 6.59) τοξοφόρον τελέσαι γόνον Πα. 7B. 52.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ, θηλ. και -α Ν
αυτός που φέρει, που κρατάει τόξο
αρχ.
1. προσωνυμία του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και του Ηρακλέους
2. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ τοξοφόροι
α) οι τοξότες
β) προσωνυμία τών Κρητών, τών Φρυγών, τών Μήδων και τών Περσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -φόρος].

Greek Monotonic

τοξοφόρος: ὁ, ἡ (φέρω), αυτός που φέρει τόξο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ὁ τοξοφόρος = τοξότης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τοξοφόρος: IIлучник, стрелец Her.
несущий лук, вооруженный луком (Ἄρτεμις Hom.; Ἀπόλλων Pind.; Φρύγες Eur.).

Middle Liddell

τοξο-φόρος, ὁ, ἡ, φέρω
bow-bearing, Il., Eur., etc.: — ὁ τοξοφόρος = τοξότης, Hdt.

English (Woodhouse)

armed with the bow

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)