φαρμακοποιΐα

From LSJ
Revision as of 19:26, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοποιΐα Medium diacritics: φαρμακοποιΐα Low diacritics: φαρμακοποιία Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: pharmakopoiḯa Transliteration B: pharmakopoiia Transliteration C: farmakopoiia Beta Code: farmakopoii+/a

English (LSJ)

ἡ, pharmacopoeia, pharmacy, preparation of drugs, the art of preparing medicines D.L.7.117.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκοποιία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ φαρμακοποιοῦ, Διογέν. Λαέρτ. 7. 117.

Greek Monolingual

η / φαρμακοποιΐα, ΝΑ φαρμακοποιός
η τέχνη της παρασκευής φαρμάκων
νεοελλ.
συλλογή μονογραφιών για τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές ουσίες, τους αποδεκτούς κανόνες για την ισχύ και την καθαρότητά τους και οδηγίες για την παρασκευή τους.

German (Pape)

[Seite 1256] ἡ, das Zubereiten der Arzneien u. s. w., die Kunst des φαρμακοποιός, Sp.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκοποιΐα:искусство приготовления снадобий Diog. L.