φιλοπλουτία
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
English (LSJ)
ἡ, love of riches, Hierocl.p.55 A., Plu.Lyc.30, Crass.2, etc.
German (Pape)
[Seite 1283] ἡ, Liebe zum Reichthum, Streben danach, Plut. Lyc. 30 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour des richesses.
Étymologie: φιλόπλουτος.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπλουτία: ἡ, ἡ ἀγάπη τοῦ πλούτου, Πλουτ. Λυκοῦργ. 30, Κράσσ. 2, κλπ.
Greek Monolingual
ἡ, Α φιλόπλουτος
η αγάπη για τον πλούτο («ὅσα τοῖς ἐρῶσι χρημάτων ὑπὸ τῆς φιλοπλουτίας ἐπιφύεται δεινά», Ιωάνν. Χρυσ.).
Greek Monotonic
φῐλοπλουτία: ἡ, αγάπη για τον πλούτο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπλουτία: ἡ любовь к богатству Plut.