φιλοπλουτία
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
English (LSJ)
ἡ, love of riches, Hierocl.p.55 A., Plu.Lyc.30, Crass.2, etc.
German (Pape)
[Seite 1283] ἡ, Liebe zum Reichthum, Streben danach, Plut. Lyc. 30 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour des richesses.
Étymologie: φιλόπλουτος.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπλουτία: ἡ, ἡ ἀγάπη τοῦ πλούτου, Πλουτ. Λυκοῦργ. 30, Κράσσ. 2, κλπ.
Greek Monolingual
ἡ, Α φιλόπλουτος
η αγάπη για τον πλούτο («ὅσα τοῖς ἐρῶσι χρημάτων ὑπὸ τῆς φιλοπλουτίας ἐπιφύεται δεινά», Ιωάνν. Χρυσ.).
Greek Monotonic
φῐλοπλουτία: ἡ, αγάπη για τον πλούτο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπλουτία: ἡ любовь к богатству Plut.