φοινικόπεδος
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
English (LSJ)
ον, with red bottom or ground, of the Red Sea, φοινικόπεδόν τ' Ἐρυθρᾶς . . χεῦμα θαλάσσης A.Fr. 192 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1296] mit rothem Boden, Aesch. frg. 178 bei Strab. I, 33.
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκόπεδος: -ον, ὁ ἔχων φοινικοῦ χρώματος πυθμένα, ἐπίθετον τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, φοινικόπεδόν τ’ Ἐρυθρᾶς... χεῦμα θαλάσσης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως προσωνυμία της Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύ-πεδος, χαλκό-πεδος].
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκόπεδος: с багряной почвой или с багряным дном (Ἐρυθρᾶς χεῦμα θαλάσσης Aesch.).