φυγαδεία
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
English (LSJ)
ἡ, A exile, banishment, Plb.6.14.7, Vett. Val.94.1. II body of fugitives, LXX Ez. 17.21 cod.Alex.
German (Pape)
[Seite 1311] ἡ, das Vertreiben, Verbannen, die Flucht, Verbannung, Sp., wie Pol. 6, 14, 7.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγᾰδεία: ἡ, ἐξορία, Πολύβ. 6. 14, 7. 2) φυγή, δούλων Ἑβδ. (Β΄ Ἔσδρ. Δ΄, 15). ΙΙ. σῶμα φυγάδων, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 20. Κῶδ. Ἀλεξ.).
Greek Monolingual
και φυγαδείη, ἡ, ΜΑ φυγαδεύω
φυγή, εξορία
αρχ.
1. δραπέτευση («καὶ φυγαδεῖαι δούλων γίνονται ἐν μέσῳ αὐτῆς», ΠΔ)
2. σώμα ή πλήθος φυγάδων.
Russian (Dvoretsky)
φῠγᾰδεία: ἡ бегство, тж. изгнание Polyb.