φύζα
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
(not φῦζα, Hdn.Gr.1.251), ἡ, expld. as ἡ μετὰ δειλίας φυγή by Aristarch. ap. Apollon.Lex.s.v. φόβος:—headlong flight, rout, φύζα, φόβον κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2, cf. 14.140; ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας 15.62; θάνατον καὶ φ. ἑταίρων 17.381; ἐν δὲ Ζεὺς . . φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Od.14.269.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, poet., verwandt φυγή, φεύγω, fugio, »biegen«, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 172; öfters bei Hom., einmal in der Bedeutung »Schrecken«, ἔκπληξις, Iliad. 9, 2 Ἀχαιοὺς θεσπεσίη ἔχε φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη, sonst in der Bedeutung »feige Flucht«, ἡ μετὰ δέους φυγή, ἡ μετὰ δειλίας φυγή; so Iliad. 15, 62 ἀνάλκιδα φύζαν, Odyss. 14, 269 φύζαν κακήν. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 77 und 382. – Sp. Ep. – Die Betonung φῦζα ist unrichtig.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
fuite.
Étymologie: p. *φύγjα de R. Φυγ, fuir ; v. φεύγω.
Greek (Liddell-Scott)
φύζα: (οὐχὶ φῦζα, Ἀρκάδ. 96), ἡ, ἑρμηνεύεται ὡς ἡ μετὰ δειλίας φυγὴ (Ἀρίσταρχ. ἐν Ἀπολλ. Ὁμ. Λεξ. ἐν λ.), ἡ μετὰ φόβου φυγή, φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη Ἰλ. Θ. 2, πρβλ. Ξ. 140· ἀνάλκιδα φύζαν ἐνόρσας Ο. 62· θάνατον καὶ φ. ἑταίρων Ρ 381· Ζεύς... φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν Ὀδ. Ξ. 269, πρβλ. Ρ. 438.
English (Autenrieth)
(root φυγ, φυγή): panic (flight).
Greek Monolingual
και φῡζα, ἡ, Α
(επικ. τ.) φυγή λόγω φόβου, φευγιό («αὐτὰρ Ἀχαιοὺς Θεσπεσίη ἔχε φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φύζα (< φυγ-yα) έχει σχηματιστεί από το ριζικό όν. φύξ, φυγός με επίθημα -ya (πρβλ. μᾰζα: θ. μαγ- του μάσσω, ὄσσα: θ. οπ- της λ. ὄψ [Ι] «φωνή»)].
Greek Monotonic
φύζα: ἡ, ορμητική δραπέτευση, σύσταση συμμορίας, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
φύζα: ἡ эп. Hom. = φυγή 1.