χρέμμα
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ατος, τό, spittle, expecloration, D.L.2.67 (sed leg. κράματι).
German (Pape)
[Seite 1370] τό, Auswurf, Spucke, D. L. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρέμμα: τό, τὸ ἀποχρεμπτόμενον καὶ ἀποπτυόμενον, πτύελον, «ῥόχαλον», Διογ. Λ. 2. 67.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α χρέμπτομαί
φλέμα, απόχρεμμα, ρόχαλο.
Russian (Dvoretsky)
χρέμμα: ατος τό χρέμπτομαι плевок Diog. L.