ἀθυρόγλωττος
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ον, one that cannot keep his mouth shut, ceaseless babbler, E. Or. 903 (ἀθυρόγλωσσος).
Spanish (DGE)
(ἀθῠρόγλωσσος) -ον
• Alolema(s): ἀθυρόγλωττος Epiph.Const.Haer.26.10.10, 26.17.4, Eust.723.51, Sud.s.u. ἀλογεῖν
1 charlatán, gárrulo, ἀνήρ τις E.Or.903, cf. Poll.2.109, AP 16.132 (Theodorid.), Clem.Al.Strom.7.7.44, de Cicerón, D.C.46.18.4, τόλμη Epiph.Const.Haer.26.17.4, πόρναις δὲ καὶ ἀθυρογλώττοις ὁμοδίαιτος ὑπάρχειν Sud.l.c.
•subst. τὸ ἀθυρόγλωσσον = la garrulería Eust.l.c.
2 adv. ἀθυρογλώττως = gárrulamente, ἀθυρογλώττως βλασφημοῦντες Epiph.Const.Haer.26.10.10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une langue sans frein, bavard impénitent.
Étymologie: ἄθυρος, γλῶττα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῠρόγλωττος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ στόμα κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων στόμα ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903.
Greek Monotonic
ἀθῠρόγλωττος: -ον (θύρα, γλῶττα), αυτός που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό, που φλυαρεί αδιάκοπα, πολυλογάς, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθῠρόγλωττος: невоздержанный (дерзкий) на язык (ἀνήρ Eur.).
Middle Liddell
θύρα, γλῶττα
one that cannot keep his mouth shut, a ceaseless babbler, Eur.