ἀντεξίσταμαι
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
Pass., with aor. 2 Act., yield to an altack, retire from the contest, Plu.2.946d.
German (Pape)
[Seite 246] dagegen austreten, vor etwas weichen, praes., Plut. pr. frig. 3.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἀντεξέστην;
s'insurger contre.
Étymologie: ἀντί, ἐξίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξίσταμαι: μετ’ ἀορ. β΄ ἀντεξέστην, ὑποχωρῶ εἰς προσβολήν, Πλούτ. 2. 946 D.
Greek Monolingual
ἀντεξίσταμαι (Α)
υποχωρώ σε μια επίθεση.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεξίσταμαι: восставать, оказывать сопротивление, по друг. отступать Plut.