ἀπόκλιμα
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
ατος, τό, A a slope, EM374.35, Aristeas 59. II Astrol., cadent place, preceding one of the four κέντρα, Cat.Cod.Astr. 1.100; opp. ἐπαναφορά (q.v.), S.E.M.5.14, Paul.Al.P.2, etc.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 inclinación, declive Aristeas 59, EM 374.35G.
2 astrol. punto de declinación de los astros, que precede a uno de los cuatro κέντρα S.E.M.5.14, Ptol.Tetr.4.8.3, Paul.Al.55.7, 57.15, Cat.Cod.Astr.1.100.
German (Pape)
[Seite 307] τό, abschüssige Lage, Abdachung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκλῐμα: τό, κατωφέρεια, κλίσις κατωφερής, Ἐτυμολ. Μ. 374. 35· ἐπὶ ἀστέρων, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἑκάστου τούτων τῶν κέντρων τὸ μὲν προάγον ζῴδιον ἀπόκλιμα καλοῦσι, τὸ δὲ ἐπόμενον ἀναφορὰν Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 14 [ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 418].
Greek Monolingual
ἀπόκλιμα, το (Α) αποκλίνω
1. η κατηφοριά
2. το σημείο που δύουν οι αστερισμοί.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκλῐμα: ατος τό астр. наклон, склонение (τῶν κέντρων Sext.).