ἀποσφραγίζω
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
A seal up, Plu.Alex.2 (Pass.):—Med., E.Or.1108, Theopomp.Hist.265. II unseal, D.L.4.59.
Spanish (DGE)
(ἀποσφρᾱγίζω) • Alolema(s): -σφρηγ- Nonn.D.15.79
1 sellar, cerrar con un sello τὸν τόπον BGU 34.3.21 (IV d.C.), cf. en v. pas., Plu.Alex.2
•en v. med. mismo sent. λέβητας τρεῖς ... ἀποσφραγίζονται Theopomp.Hist.277, τὰς κλεῖς ... ἀποσφραγισάμενος Plu.2.784e, cf. E.Or.1108.
2 quitar el sello, abrir τὰ θεραπόντια D.L.4.59
•en v. med. quitarse μίτρην Nonn.l.c.
German (Pape)
[Seite 329] ion. -σφρηγίζω, 1) versiegeln (Hesych. ἀποκεκλεῖσθαι), Eur. Or. 1108 im med.; Plut. Alex. 2. – 2) entsiegeln?
French (Bailly abrégé)
f. ἀποσφραγίσω, att. ἀποσφραγιῶ;
cacheter, sceller.
Étymologie: ἀπό, σφραγίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσφρᾱγίζω: Ἰων. -σφρηγίζω: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: ― σφραγίζω, κλείω διὰ σφραγῖδος ἐν τῷ παθ., οὐδὲν ἀποσφραγίζεσθαι τῶν κενῶν Πλουτ. Ἀλεξ. 2: ― προσέτι ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ὀρ. 1108, Ἀθήν. 34Α. ΙΙ. λύω τὴν σφραγῖδα, ἀνοίγω, «ξεσφραγίζω», ἀπεσφράγιζε καὶ ὅσα ἐβούλετο ἐβάσταζεν Διογ. Λ. 4. 59.
Greek Monolingual
(AM ἀποσφραγίζω)
ανοίγω κάτι σφραγισμένο, ξεσφραγίζω
νεοελλ.
ανοίγω έγγραφο, επιστολή
μσν.
σφραγίζω, κλείνω με τη σφραγίδα (=το σημείο του Σταυρού)
αρχ.
κλείνω καλά με σφραγίδα, σφραγίζω καλά.
Greek Monotonic
ἀποσφρᾱγίζω: Ιων. -σφρηγίζω, Αττ. μέλ. -ῐῶ· σφραγίζω, ασφαλίζω με σφραγίδα, σε Πλούτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσφρᾱγίζω:
1) тж. med. запечатывать Eur., Plut.;
2) снимать печать, распечатывать Diog. L.
Middle Liddell
to seal up, Plut.:—so in Mid., Eur.