ἀσπιδόδουπος

From LSJ
Revision as of 13:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδόδουπος Medium diacritics: ἀσπιδόδουπος Low diacritics: ασπιδόδουπος Capitals: ΑΣΠΙΔΟΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: aspidódoupos Transliteration B: aspidodoupos Transliteration C: aspidodoupos Beta Code: a)spido/doupos

English (LSJ)

ον, clattering with shields, Pi.I.1.23.

Spanish (DGE)

(ἀσπῐδόδουπος) -ον
de escudos resonantes ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις Pi.I.1.23.

German (Pape)

[Seite 373] schildrauschend, δρόμος, Waffenlauf, Pind. I. 1, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui retentit du bruit du bouclier.
Étymologie: ἀσπίς, δοῦπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδόδουπος: -ον, ὁ διὰ τῶν ἀσπίδων ποιῶν δοῦπον, κρότον, ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις ἐν δρόμοις Πινδ. Ι. 1. 32· πρβλ. ὁπλίτης 1.

English (Slater)

ἀσπῐδόδουπος with ringing shields ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις (I. 1.23)

Greek Monolingual

ἀσπιδόδουπος, -ον (Α)
αυτός που προξενεί κρότο με την ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος) + δούπος «θόρυβος»].

Greek Monotonic

ἀσπῐδόδουπος: -ον, αυτός που κάνει κρότο, θορυβεί με τις ασπίδες, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδόδουπος: сопровождающийся бряцанием щитов (δρόμοι Pind.).

Middle Liddell

clattering with shields, Pind.